εκκεντρικότητα

εκκεντρικότητα
η
1. η θέση έξω από το κέντρο ή η απόσταση από αυτό, η εκκεντρότητα.
2. (μηχ.), η απόσταση μεταξύ του κέντρου του δίσκου του έκκεντρου (βλ. λ.) και του κέντρου του άξονα, στον οποίο σφηνώνεται το έκκεντρο.
3. μτφ., η ιδιότητα του εκκεντρικού ανθρώπου, παραξενιά, ιδιορρυθμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκκεντρικότητα — η 1. θέση έξω από το κέντρο, η απόσταση από το κέντρο, η εκκεντρότητα 2. η ιδιότητα τού εκκεντρικού, η ιδιοτροπία …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… …   Dictionary of Greek

  • περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • φαντασιοπληξία — η, Ν 1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία 2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] …   Dictionary of Greek

  • Αγγελίνα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε το 1861 από τον Τέμπελ. Περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.604 ημέρες και σε μέση απόσταση 401 εκατομμυρίων χλμ., διαγράφοντας τροχιά με κλίση 1° 33’ και εκκεντρικότητα 0,127 …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρεπίν, Ιλία Γεφίμοβιτς — (Κουγκούγιεφ, Χάρκοβο 1844 – Κουοκάλα, Φιλανδία 1930). Ρώσος ζωγράφος. Πρώτος του δάσκαλος στην τέχνη ήταν ένας ζωγράφος εικόνων, ο Μπουκάνοφ. Στην αρχή φοίτησε στη Σχολή Σχεδίου της Πετρούπολης (1863) και στη συνέχεια σπούδασε ζωγραφική στην… …   Dictionary of Greek

  • Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”